- επιτάξ
- ἐπιτάξ (Α) [επιτάσσω] επίρρ.1. κατά σειρά («ἐπιτάξ, ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος [ἀστήρ]», Άρατος)2. αμέσως, παρευθύς («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», Ευρ.)3. σύντομα, σε σύντομο χρόνο4. με διαταγή ή προσυμφωνία.
Dictionary of Greek. 2013.